-
1 ἐξ-οικο-δομέω
ἐξ-οικο-δομέω, ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασϑαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.
-
2 ἐξοικοδομέω
ἐξ-οικο-δομέω, ausbauen, fertig erbauen; πύλας, die verbauten Tore öffnen, niederreißen; τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen -
3 δι-ωθέω
δι-ωθέω (s. ὠϑέω), durchstoßen, auseinander reißen; Hom. Iliad. 21, 244, von einer πτελέη, ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῠσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, riß das steile Ufer aus einander, vgl. Scholl. Herodian.; στρατόν, zersprengen, Aesch. frg. 182; διωσάμενοι τὰ γέῤῥα Her. 9, 102; τὰς τῶν ὀφϑαλμῶν διεξόδους Plat. Tim. 67 e; Sp.; δι' ὧν (τρημάτων) διωϑοῦντες τὰς σαρίσσας PoI. 22, 11, 17; τὴν αἰχμὴν ἐπὶ ϑάτερα Plut. Philp. 17. – Med., von sich stoßen, zurückdrängen, verschmähen; κῆδος Eur. Andr. 870; τὸν Δαρείου στρατὸν ἰϑυμαχίῃ Her. 4, 102; τὸν ὄχλον, sich durch die Menge drängen, Xen. Cyr. 7, 5, 39; Ggstz στέργειν, Her. 7, 104; τὴν ἐπικουρίαν, Arist. Eth. 1, 8; von sich abwehren, Thuc. 2, 84; verwerfen, 4, 108; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, widerlegen, Dem. 21, 124; vgl. Plat. Theaet. 163 c u. Sp.; τὰς χάριτας Plut. Alex. 39; τὴν ἀρχήν Cic. 39.
См. также в других словарях:
εξοικοδομώ — ἐξοικοδομῶ, έω (Α) 1. τελειώνω, ολοκληρώνω την οικοδόμηση 2. γκρεμίζω τμήμα οικοδομής ή τείχους 3. φρ. «ἐξοικοδομῶ τὸν κρημνόν» κατασκευάζω δρόμο δίπλα στον γκρεμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο δομώ (< οικοδόμος)] … Dictionary of Greek
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek