Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸν κρημνόν

См. также в других словарях:

  • εξοικοδομώ — ἐξοικοδομῶ, έω (Α) 1. τελειώνω, ολοκληρώνω την οικοδόμηση 2. γκρεμίζω τμήμα οικοδομής ή τείχους 3. φρ. «ἐξοικοδομῶ τὸν κρημνόν» κατασκευάζω δρόμο δίπλα στον γκρεμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο δομώ (< οικοδόμος)] …   Dictionary of Greek

  • γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»